SIMPLES MATEMÁTICAS
El año pasado celebramos juntos nuestro cumpleaños.
La tarta estaba decorada con cien velas.
Eso no volverá a ocurrir.
La suma de nuestras edades
Subirá cada año dos números.
En doce meses tendremos ciento dos,
en los doce siguientes, ciento cuatro y así sucesivamente.
Si muero a la edad a la que murió mi padre,
aún tengo por delante veinte años de vida.
Si muero a la edad a la que murió mi madre,
apenas dieciséis.
Mi madre murió un 2 de octubre,
el día que mi hermana cumplía los cuarenta y uno.
Mi abuelo un 18 de junio,
el día que yo cumplía los diecinueve.
Mi hermana, cuando se enteró de la noticia,
se encontraba en un centro de desintoxicación a 95 kms al NO de Roma.
Yo volaba a 30.000 pies sobre el Atlántico
y me preguntaba qué ocurriría si el avión
se estrellaba de repente en sus oscuras aguas.
Mi amigo John murió hace tres años.
Si viviera, yo no sería aquél que vio ayer
la continuación de Madagascar abrazado a su hermana.
Vicky se fue en siete meses
de un violento cáncer en el cerebro.
Tenía apenas cincuenta y un años y su hijo quince.
La última vez que la vi en “La Salud”
me miró con aquella mirada aterrorizada
que decía: “Coño, voy a morir, no me mintáis”.
En 1989 empecé a enseñar en “El Colegio”.
El año que viene habré cubierto
las cuatro séptimas partes del recorrido –
en dieciséis semestres me veré obligado a despedirme
para siempre de estudiantes y de compañeros.
No volveré a entrar nunca en un anfiteatro,
ni será necesario que analice durante horas
la división tripartita del alma
o los imperativos categóricos de Kant.
Mi hijo nació cuando tenía treinta y un años,
en una clínica de Oxford,
a 12 millas de la ciudad,
dos meses antes de defender mi tesis doctoral.
Mi hija seis años más tarde, en Atenas,
a 14 kilómetros de nuestra casa.
Mi hijo necesitó quince horas
para salir de la barriga de su madre.
Mi hija doce minutos.
En el nacimiento de mi hijo
estuve en el quirófano cuatro horas
y sostenía la mano de mi mujer.
En el nacimiento de mi hija,
miraba el reloj en la antesala
y esperaba con angustia
oír mi nombre por el megáfono.
Leo un libro
que tiene cincuenta y siete años más que yo,
y se refiere a un poeta que murió
ciento dos años antes de que yo naciera.
El ordenador en el que escribo
tiene nueve años,
mi móvil dos,
el cuaderno en el que hago anotaciones
tres semanas.
La primera vez que bebí Campari tenía trece.
La primera vez (y última) que fumé catorce.
La primera vez que hice el amor quince.
Se llamaba Estela y trabajaba en nuestra casa.
Era dos años mayor que yo y muy “experta”.
Cada día pienso en la muerte.
Antes no pensaba en ella.
Pienso en ella desde que murieron mis padres.
Pienso en ella desde que llevo traje
para ir normalmente a funerales, no a bodas.
Hago continuamente sumas y restas.
Si alguien muere, miro inmediatamente
para ver cuándo nació,
para comprobar si le dio tiempo de disfrutar
de lo poco que le fue dado.
Pienso que si tengo suerte
(¿acaso no es todo cuestión de suerte?)
puedo llegar a esa edad
a la que tal vez ya me habré aburrido de la vida.
Tal vez porque en ese momento quién sabe
si sonreiré con complacencia
o temblaré de miedo.
Sin embargo, si muero mañana,
pasado mañana,
la próxima semana,
el mes que viene, no me dará tiempo
de darle a ella los besos que le debo,
de decirle a él cuánto lo quise,
de decirle a ella cuánto me hirió,
no me dará tiempo
de pedirles perdón,
de explicar los motivos,
de estrechar su cara en mi pecho,
no me dará tiempo
de verificar los números,
los actos,
el resultado.
No me dará tiempo.
Jaris Vlavianós
Traducción de Virginia López Recio en La raíz invertida
Απλά μαθηματικά
Πέρυσι γιορτάσαμε μαζί τα γενέθλιά μας.
Η τούρτα ήταν στολισμένη με εκατό κεριά.
Αυτό δεν θα συμβεί ξανά.
Το άθροισμα των ηλικιών μας
θα αυξάνεται κάθε χρόνο κατά δύο αριθμούς.
Σε δώδεκα μήνες θα γίνουμε εκατόν δύο,
στους επόμενους δώδεκα, εκατόν τέσσερα, κ.ο.κ.
Αν πεθάνω στην ηλικία που πέθανε ο πατέρας μου,
έχω μπροστά μου ακόμη είκοσι χρόνια ζωής.
Αν πεθάνω στην ηλικία που πέθανε η μητέρα μου,
μόλις δεκαέξι.
Η μητέρα μου πέθανε 2 Οκτωβρίου,
τη μέρα που η αδελφή μου έκλεινε τα σαράντα ένα.
Ο παππούς μου 18 Ιουνίου,
τη μέρα που έκλεινα τα δεκαεννιά.
Η αδελφή μου, όταν έμαθε το νέο,
βρισκόταν σε κοινότητα αποτοξίνωσης 95 χιλ. ΒΔ της Ρώμης.
Εγώ, πετούσα στα 30.000 πόδια πάνω από τον Ατλαντικό
και αναρωτιόμουν τι θα συμβεί αν το αεροπλάνο
καρφωθεί ξαφνικά στα μαύρα του νερά.
Ο φίλος μου ο Τζώνη πέθανε πριν τρία χρόνια.
Αν ζούσε δεν θα ήμουν εγώ αυτός που είδε εχθές
το sequel της Μαδαγασκάρης αγκαλιά με την κόρη του.
Η Βίκη έφυγε μέσα σε επτά μήνες
από έναν επιθετικό καρκίνο στον εγκέφαλο.
Ήταν μόλις πενήντα ενός και ο γιός της δεκαπέντε.
Την τελευταία φορά που την είδα στο «Υγεία»
με κοίταξε με το έντρομο εκείνο βλέμμα
που έλεγε: «θα πεθάνω γαμώτο, μη μου λέτε ψέματα».
Το 1989 άρχισα να διδάσκω στο Κολέγιο.
Του χρόνου θα έχω διανύσει
τα τέσσερα πέμπτα της διαδρομής –
σε δεκαέξι εξάμηνα θ’ αναγκαστώ ν’ αποχαιρετίσω
για πάντα φοιτητές και συναδέλφους.
Δεν θα ξαναμπώ ποτέ σε αμφιθέατρο,
ούτε θα χρειαστεί να αναλύω επί ώρες
την τριχοτόμηση της ψυχής
ή τις κατηγορικές προσταγές του Καντ.
Ο γιος μου γεννήθηκε όταν ήμουν τριάντα ενός,
σε μαιευτήριο της Οξφόρδης,
12 μίλια έξω από την πόλη,
δύο μήνες προτού υποστηρίξω το διδακτορικό μου.
Η κόρη μου έξι χρόνια αργότερα, στην Αθήνα,
14 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας.
Ο γιος μου χρειάστηκε δεκαπέντε ώρες
για να βγει απ’ την κοιλιά της μάνας του.
Η κόρη μου δέκα λεπτά.
Στη γέννηση του γιου μου
βρισκόμουν στο χειρουργείο επί τέσσερις ώρες
και κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου.
Στη γέννηση της κόρης μου,
κοιτούσα το ρολόι στον προθάλαμο
και περίμενα με αγωνία
ν’ ακούσω το όνομά μου στο μεγάφωνο.
Διαβάζω ένα βιβλίο
που είναι κατά πενήντα επτά χρόνια μεγαλύτερό μου,
και αφορά έναν ποιητή που πέθανε
εκατό δύο χρόνια πριν γεννηθώ.
Ο υπολογιστής στον οποίο γράφω
είναι εννιά χρονών,
το κινητό μου δύο,
το τετράδιο που κρατάω σημειώσεις
τριών εβδομάδων.
Την πρώτη φορά που ήπια Campari ήμουν δεκατριών.
Την πρώτη φορά (και τελευταία) που κάπνισα δεκατεσσάρων.
Την πρώτη φορά που έκανα έρωτα δεκαπέντε.
Την έλεγαν Στέλλα και δούλευε σπίτι μας.
Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερή μου και πολύ «περπατημένη».
Κάθε μέρα σκέφτομαι τον θάνατο.
Δεν τον σκεφτόμουν παλαιότερα.
Τον σκέφτομαι από τότε που πέθαναν οι γονείς μου.
Τον σκέφτομαι από τότε που φοράω κουστούμι
για να πηγαίνω συνήθως σε κηδείες, όχι σε γάμους.
Κάνω διαρκώς προσθαφαιρέσεις.
Αν πεθάνει κάποιος κοιτάζω αμέσως
να δω πότε γεννήθηκε,
να διαπιστώσω αν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή του.
Σκέφτομαι ότι αν είμαι τυχερός
(θέμα τύχης δεν είναι όλα;)
μπορεί να φτάσω στην ηλικία εκείνη
που ίσως να έχω βαρεθεί πλέον να μετράω τις μέρες.
Ίσως, γιατί την ώρα εκείνη ποιος ξέρει
αν θα χαμογελάω με ικανοποίηση,
ή θα τρέμω από φόβο.
Αν πεθάνω αύριο όμως,
μεθαύριο,
την επόμενη εβδομάδα,
τον άλλο μήνα,
δεν θα προλάβω
να της δώσω τα φιλιά που της χρωστάω,
να του πω πόσο πολύ τον αγάπησα,
να της πω πόσο πολύ με πλήγωσε,
δεν θα προλάβω
να τους ζητήσω συγγνώμη,
να εξηγήσω τους λόγους,
να σφίξω το πρόσωπό τους πάνω στο στήθος μου,
δεν θα προλάβω
να επαληθεύσω τους αριθμούς,
τις πράξεις,
το αποτέλεσμα.
Χάρης Βλαβιανός