EL PADRE
Mi padre era maquinista
Su ropa de cuero olía a carbón
Bajo su gorra negra
Empezaban sus ojos tiznados
Mi padre no hablaba mucho
Sólo de vez en cuando sonreía
Con sus labios curtidos por el sol
Sobre todo cuando bebía tsípuro*
Bajo la vid del patio
Era largo y fuerte
Y cuando me levantaba en alto
Con sus brazos de acero
Para nada me daba miedo
Como él que no temía
Ni a su vida
Ni a su muerte:
Pasaba con su tren
Silbando
A través de los espectrales
Túneles oscuros
Y los vencía.
María Kendrou-Agathopoúlou
*Aguardiente; palabra de probable origen turco.
(Versión de Francisco Torres Córdova en La Jornada)
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός
Κάρβουνο μύριζαν τα πέτσινα ρούχα του
Κάτω απ’ τη μαύρη του τραγιάσκα
Άρχιζαν τα καπνισμένα μάτια του
Ο πατέρας μου δε μιλούσε πολύ
Μόνο χαμογελούσε κάπου κάπου
Με τα ηλιοψημένα χείλια του
Προπάντων όταν έπινε τσίπουρο
Κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής
Αψηλός και δυνατός ήταν
Κι όταν με σήκωνε αψηλά
Με τ’ ατσαλένια μπράτσα του
Δεν φοβόμουν καθόλου
Όπως κι εκείνος δεν φοβόταν
Ούτε τη ζωή του
Ούτε το θανατό του:
Περνούσε με το τρένο του
Σφυρίζοντας
Μέσ’ απ’ τις σκοτεινές
Τις στοιχειωμένες σήραγγες
Και τις νικούσε
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου
No hay comentarios:
Publicar un comentario